- ρήτρα
- ηορισμένος όρος σε συμφωνία που κλείστηκε: Στο συμφωνητικό ορίσαμε και ποινική ρήτρα για κείνον που θα το παραβιάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥήτρα — ῥήτρᾱ , ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc/acc dual ῥήτρᾱ , ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτρᾳ — ῥήτρᾱͅ , ῥήτρα verbal agreement fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… … Dictionary of Greek
ῥήτρας — ῥήτρᾱς , ῥήτρα verbal agreement fem acc pl ῥήτρᾱς , ῥήτρα verbal agreement fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτραι — ῥήτρᾱͅ , ῥήτρα verbal agreement fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτραν — ῥήτρᾱν , ῥήτρα verbal agreement fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ретра в древнегреческом праве — (ρήτρα) собственно словесное соглашение, сделка. В государственном праве эолических и дорических общин этим словом обозначались договора, заключавшиеся между государствами, а в законодательстве Ликурга самые законы, которые не были записаны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ретра, в древнегреческом праве — (ρήτρα) собственно словесное соглашение, сделка. В государственном праве эолических и дорических общин этим словом обозначались договора, заключавшиеся между государствами, а в законодательстве Ликурга самые законы, которые не были записаны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ῥητρῶν — ῥήτρα verbal agreement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῆτραι — ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)